ξυλώ — ξυλῶ, όω (Α) [ξύλον] 1. μεταβάλλω κάτι σε ξύλο 2. κατασκευάζω κάτι από ξύλο («τὸν οἶκον τὸν μέγαν ἐξύλωσε ξύλοις κεδρίνοις», ΠΔ) 3. παθ. ξυλοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ξύλο («ξυλοῡται γὰρ σκληρυνόμενα οἷον ἐν τοῑς φοίνιξι», Θεόφρ.) β) (για πρόσ.… … Dictionary of Greek
περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… … Dictionary of Greek
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
αλβινισμός — Κληρονομική απουσία, ολική ή μερική, χρωστικής από το δέρμα και από τα εξαρτήματά του (μαλλιά, τρίχες). Τα προσβεβλημένα άτομα έχουν χρώμα ωχρορόδινο, τρίχες και μαλλιά σχεδόν άσπρα. Συχνά η ανωμαλία αυτή συνοδεύεται και από άλλες διαταραχές… … Dictionary of Greek
βλαστομυκητίαση — Χρόνια αρρώστια του δέρματος και των εσωτερικών οργάνων των ζώων. Προκαλείται από έναν μικροσκοπικό ζυμομύκητα, τον βλαστομύκητα τον δερματικό. Το μικρόβιο αυτό βρίσκεται κυρίως στο έδαφος και συνήθως προσβάλλει τους σκύλους, αλλά αποτελεί και… … Dictionary of Greek
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
προσβεβλημέναι — προσβάλλω strike perf part mp fem nom/voc pl (epic) προσβεβλημένᾱͅ , προσβάλλω strike perf part mp fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)